- στύφλου
- στύφλοςmasc/fem/neut gen sgστυφελόςhardmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυφλοῦ — στυφελός hard masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
στύφλος — ον, και στυφλός, όν, Α τραχύς, σκληρός, στυφελός* («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω] … Dictionary of Greek